- αἰσθητηρίων
- αἰσθητήριονorgan of senseneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
παραψυχολογία — Τομέας ερευνών που μελετά κυρίως τις μορφές ευαισθησίας, οι οποίες εξασφαλίζουν τρόπους λήψης της πληροφορίας που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με τη λειτουργία των γνωστών αισθητηρίων οργάνων, και τις αντίστοιχες μορφές επίδρασης μιας… … Dictionary of Greek
συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… … Dictionary of Greek
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek
Sphaerus — ( el. Σφαῖρος), of BorysthenesPlutarch, [http://classics.mit.edu/Plutarch/cleomene.html Cleomenes ] .] or the Bosphorus,Diogenes Laërtius, [http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diogeneslaertius book7 stoics.html The Lives and Opinions of… … Wikipedia
СФЕР — СФЕР (Σφαΐρος) Боспорский (сер. 3 в. до н. э.), стоик, ученик Зенона Китайского, а затем Клеанфа (D. L. VII177; Athen. VIII354 е). Родом из Сев. Причерноморья («боспорец», «борисфенит» SVF1620; 622). Писал по всем разделам учения. По… … Античная философия
Сфер Боспорский — Σφαῖρος Дата рождения: ок. 285 г. до н.э. Дата смерти: ок. 210 г. до н.э. Направление: стоицизм Сфер Боспорский[1] или Сфер Борисфенский … Википедия
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αισθησιολογία — Κλάδος της ανατομίας και της φυσιολογίας που ασχολείται με τη λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων (γεύσης, όρασης, όσφρησης, αφής και ακοής). * * * η [αίσθηση] η αίσθησιοκρατία* … Dictionary of Greek
αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… … Dictionary of Greek